θεατροκόπος

θεατροκόπος
θεατροκόπος, -ον (Α)
αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεατροκόπους — θεατροκόπος courting applause masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατροκοπία — θεατροκοπία, ή (Α) [θεατροκόπος] επιδίωξη επευφημιών με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες …   Dictionary of Greek

  • θεατροκοπώ — θεατροκοπῶ, έω (Α) [θεατροκόπος] επιδιώκω επευφημίες και χειροκροτήματα για κάποιο πράγμα με κολακείες και με δημοκοπικά μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”